Ο σύγχρονος μύθος που θέλει την εποχή των επαναστάσεων να έχει περάσει ανεπιστρεπτί (για αδιευκρίνιστους λόγους πάντα και με μάλλον ανορθολογικές- "φοβικές" αιτιάσεις) φαντάζει να διαβρώνεται ανεπανόρθωτα από την ίδια την πραγματικότητα. Ακόμα και τα "δεκεμβριανά" του περασμένου μήνα στην Ελλάδα έκαναν μια τέτοια άποψη να δείχνει απλά ανόητη και εξωπραγματική. Για παράδειγμα: αν υπήρχε αυτή τη στιγμή ένα κάπως μαζικό επαναστατικό κόμμα, η εξέγερση του περασμένου Δεκέμβρη διόλου απίθανο να έπαιρνε τον χαρακτήρα συνολικής επαναστατικής ρήξης.
Το κατά πόσο διαφέρει μια εξέγερση από μια επανάσταση, και ακόμα, κατά πόσο είναι νομοτελειακό το γεγονός της παρακμής μιας επανάστασης, αυτό είναι ένα θέμα που έχει απασχολήσει την Ιστορία από παλαιά. Για να πάμε όχι μακρύτερα από τον περασμένο αιώνα, η Οκτωβριανή Επανάσταση είναι ένα παράδειγμα μια τέτοιας εσωτερικής αλλοτρίωσης και αλλοίωσης μιας επαναστατικής διαδικασίας, που πραγματικά τρίβει τα μάτια του κανείς αν αναλογιστεί τον δρόμο που πήρε μετά (από τη στιγμή που ο Στάλιν ανέλαβε την εξουσία). Ή για την ακρίβεια αν αναλογιστεί τον δρόμο από τον οποίο εξετράπη κακήν κακώς μεταμορφωνόμενη σε ένα απολυταρχικό αντίθετο του ελευθεριακού κλίματος των τεσσάρων πρώτων ετών της μετεπαναστατικής Ρωσίας (ζήτημα που απασχόλησε και εμένα στη συγγραφή κάποιων ποιημάτων από την ενότητα "Το Θιβέτ και η Κρονστάνδη").
Ο ένας από τους δυο πιο σημαντικούς πρωταγωνιστές του Οκτώβρη, ο Λέων Τρότσκυ υποστηρίζει σε πολλά έργα του πως η σταλινική γραφειοκρατία ήταν το αποτέλεσμα της απομόνωσης της επανάστασης σε μια καθυστερημένη χώρα. Η άποψη αυτή είναι φυσικά ακριβής και η πλέον στοιχειώδης από πολιτική σκοπιά αν θέλει να μιλάει κάποιος σοβαρά για την τύχη της Οκτωβριανής Επανάστασης.
Η Έμμα Γκόλντμαν από την πλευρά των αναρχικών, υποστηρίζει -"φιλονικώντας" μάλιστα εν γραπτώ με τον Τρότσκυ- ότι η παρακμή του Οκτώβρη ήταν το λογικό αποτέλεσμα του περάσματος όλης της εξουσίας στο μπολσεβίκικο κόμμα και πιο συγκεκριμένα στην Κεντρική Επιτροπή του.
Μια άποψη που σίγουρα δεν μπορεί να την προσπεράσει κανείς τόσο εύκολα. Είναι, πράγματι, πιθανόν η παθογένεια της παρακμής μιας επαναστάσης να εντοπίζεται ήδη από την αρχή μέσα σε αυτή την τελευταία. Ωστόσο είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πως θα επεβίωνε μια μετεπαναστατική Ρωσία μέσα σε ένα χάος εμφυλίου πολέμου, πείνας και καταστροφής χωρίς ένα κάποιο "συγκεντρωτισμό" από τα πάνω. Αυτό, είναι λογικό να το αναρωτηθούμε αν θέλουμε να είμαστε αρκούντως ρεαλιστές στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Είναι τελικά που σε αυτό διαφέρει μια εξέγερση από μια επαναστάση. Η πρώτη από τη φύση της είναι ένα είδος "αιώνιας νεότητας" για την δεύτερη. Το στιγμιαίο και αυθόρμητό της δεν της επιτρέπουν να παρακμάσει ή να γεράσει και να μετατραπεί μέσα από βοναπαρτιστικές διαδικασίες στο αντίθετό της.
Κάποτε καθώς συζητούσα για αυτό το θέμα με έναν αναρχικό μου είπε το εξής ενδιαφέρον: "δεν με ενδιαφέρει η επανάσταση, με νοιάζει μόνο η εξέγερση".
Απόρησα στην αρχή. Η άποψή του μου φάνηκε παράδοξη και μυστηριωδώς αυτοανατρεπτική. Η αλήθεια ειναι ότι είχε ένα σημαντικό δίκιο, έστω και αν αυτό το δίκιο του θα είναι πάντοτε καταδικασμένο από τον ρεαλισμό της Ιστορίας να είναι εξαιρετικά βραχύβιο και μάλλον "φιλολογικό". Ναι μεν, ελπίζει στη "φλόγα" αλλά αποκλείει για τον εαυτό του οποιαδήποτε προοπτική σταθερής "θέρμανσης" από τη φλόγα. Ναι μεν, γλυτώνει από το πιθανώς (και σε κάθε περίπτωση συζητήσιμο) αναπόφευκτο "γήρας" μιας επαναστάσης αλλά κατά κάποιο τρόπο "σκοτώνει" έναν "ζωντανό οργανισμό " προκειμένου να μη γεράσει.
Σίγουρα μια τέτοια άποψη ενέχει στοιχεία ηρωικής αυτοκαταστροφής και ποιητικού μηδενισμού, ωστόσο είναι μια επιλογή: ζήσε για μια στιγμή και μόνον αποκλείοντας οποιοδήποτε μέλλον. Ένας επαναστάτης βέβαια θα σκεφτόταν το αντίθετο: "προετοίμασε το μέλλον".
Δεν έχει νόημα -πιστεύω- να συγκρίνουμε αυτές τις δυο στάσεις μεταξύ τους. Είναι δυο στιγμιότυπα του ίδιου κόσμου στην ανάφλεξή του. Όπως δεν έχει νόημα να αντιπαλεύει κανείς μια εξέγερση ή επανάσταση. Ή θα είχε τόσο νόημα όσο με το να διαφωνεί κάποιος με ένα ορμητικό ποτάμι. Δεν μπορείς να "τσακωθείς" με ένα ποτάμι, το μόνο που μπορείς -αν μη τι άλλο- να κάνεις είναι να το κατανοήσεις.
Το κατά πόσο διαφέρει μια εξέγερση από μια επανάσταση, και ακόμα, κατά πόσο είναι νομοτελειακό το γεγονός της παρακμής μιας επανάστασης, αυτό είναι ένα θέμα που έχει απασχολήσει την Ιστορία από παλαιά. Για να πάμε όχι μακρύτερα από τον περασμένο αιώνα, η Οκτωβριανή Επανάσταση είναι ένα παράδειγμα μια τέτοιας εσωτερικής αλλοτρίωσης και αλλοίωσης μιας επαναστατικής διαδικασίας, που πραγματικά τρίβει τα μάτια του κανείς αν αναλογιστεί τον δρόμο που πήρε μετά (από τη στιγμή που ο Στάλιν ανέλαβε την εξουσία). Ή για την ακρίβεια αν αναλογιστεί τον δρόμο από τον οποίο εξετράπη κακήν κακώς μεταμορφωνόμενη σε ένα απολυταρχικό αντίθετο του ελευθεριακού κλίματος των τεσσάρων πρώτων ετών της μετεπαναστατικής Ρωσίας (ζήτημα που απασχόλησε και εμένα στη συγγραφή κάποιων ποιημάτων από την ενότητα "Το Θιβέτ και η Κρονστάνδη").
Ο ένας από τους δυο πιο σημαντικούς πρωταγωνιστές του Οκτώβρη, ο Λέων Τρότσκυ υποστηρίζει σε πολλά έργα του πως η σταλινική γραφειοκρατία ήταν το αποτέλεσμα της απομόνωσης της επανάστασης σε μια καθυστερημένη χώρα. Η άποψη αυτή είναι φυσικά ακριβής και η πλέον στοιχειώδης από πολιτική σκοπιά αν θέλει να μιλάει κάποιος σοβαρά για την τύχη της Οκτωβριανής Επανάστασης.
Η Έμμα Γκόλντμαν από την πλευρά των αναρχικών, υποστηρίζει -"φιλονικώντας" μάλιστα εν γραπτώ με τον Τρότσκυ- ότι η παρακμή του Οκτώβρη ήταν το λογικό αποτέλεσμα του περάσματος όλης της εξουσίας στο μπολσεβίκικο κόμμα και πιο συγκεκριμένα στην Κεντρική Επιτροπή του.
Μια άποψη που σίγουρα δεν μπορεί να την προσπεράσει κανείς τόσο εύκολα. Είναι, πράγματι, πιθανόν η παθογένεια της παρακμής μιας επαναστάσης να εντοπίζεται ήδη από την αρχή μέσα σε αυτή την τελευταία. Ωστόσο είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πως θα επεβίωνε μια μετεπαναστατική Ρωσία μέσα σε ένα χάος εμφυλίου πολέμου, πείνας και καταστροφής χωρίς ένα κάποιο "συγκεντρωτισμό" από τα πάνω. Αυτό, είναι λογικό να το αναρωτηθούμε αν θέλουμε να είμαστε αρκούντως ρεαλιστές στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Είναι τελικά που σε αυτό διαφέρει μια εξέγερση από μια επαναστάση. Η πρώτη από τη φύση της είναι ένα είδος "αιώνιας νεότητας" για την δεύτερη. Το στιγμιαίο και αυθόρμητό της δεν της επιτρέπουν να παρακμάσει ή να γεράσει και να μετατραπεί μέσα από βοναπαρτιστικές διαδικασίες στο αντίθετό της.
Κάποτε καθώς συζητούσα για αυτό το θέμα με έναν αναρχικό μου είπε το εξής ενδιαφέρον: "δεν με ενδιαφέρει η επανάσταση, με νοιάζει μόνο η εξέγερση".
Απόρησα στην αρχή. Η άποψή του μου φάνηκε παράδοξη και μυστηριωδώς αυτοανατρεπτική. Η αλήθεια ειναι ότι είχε ένα σημαντικό δίκιο, έστω και αν αυτό το δίκιο του θα είναι πάντοτε καταδικασμένο από τον ρεαλισμό της Ιστορίας να είναι εξαιρετικά βραχύβιο και μάλλον "φιλολογικό". Ναι μεν, ελπίζει στη "φλόγα" αλλά αποκλείει για τον εαυτό του οποιαδήποτε προοπτική σταθερής "θέρμανσης" από τη φλόγα. Ναι μεν, γλυτώνει από το πιθανώς (και σε κάθε περίπτωση συζητήσιμο) αναπόφευκτο "γήρας" μιας επαναστάσης αλλά κατά κάποιο τρόπο "σκοτώνει" έναν "ζωντανό οργανισμό " προκειμένου να μη γεράσει.
Σίγουρα μια τέτοια άποψη ενέχει στοιχεία ηρωικής αυτοκαταστροφής και ποιητικού μηδενισμού, ωστόσο είναι μια επιλογή: ζήσε για μια στιγμή και μόνον αποκλείοντας οποιοδήποτε μέλλον. Ένας επαναστάτης βέβαια θα σκεφτόταν το αντίθετο: "προετοίμασε το μέλλον".
Δεν έχει νόημα -πιστεύω- να συγκρίνουμε αυτές τις δυο στάσεις μεταξύ τους. Είναι δυο στιγμιότυπα του ίδιου κόσμου στην ανάφλεξή του. Όπως δεν έχει νόημα να αντιπαλεύει κανείς μια εξέγερση ή επανάσταση. Ή θα είχε τόσο νόημα όσο με το να διαφωνεί κάποιος με ένα ορμητικό ποτάμι. Δεν μπορείς να "τσακωθείς" με ένα ποτάμι, το μόνο που μπορείς -αν μη τι άλλο- να κάνεις είναι να το κατανοήσεις.