Wednesday, December 25, 2013

Η ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΤΩΝ ΝΟΗΜΑΤΩΝ


Σε ένα πρόσφατο κείμενό μου στο Moments of Eternity χρησιμοποιώ τον όρο "νοηματική μουσική" (κατά διαφοροποίηση αλλά και σε συμπαραλληλία με τον όρο "ηχητική μουσική")  όσον αφορά τις ενδεχόμενες κατά το επιθυμητόν και κατά δυνατόν συμπαραδηλώσεις, αλληλοδιαδοχές και ενδοαναδύσεις νοημάτων μέσα από τους ποιητικούς στίχους.
Επιθυμώ εδώ όχι να αποσαφηνίσω τον όρο (κατά την γνώμη μου είναι πρόδηλος) αλλά να αναπτύξω περαιτέρω το ΤΙ ακριβώς  μπορεί να είναι μια "μουσική νοημάτων" στην ποίηση, και για ποιο λόγο, πιστεύουμε ότι είναι όρος εκ των ουκ άνευ για μια σύγχρονη στιχική γραφή, ανεξάρτητα από το κάτα πόσον εξεφάνη στο παρελθόν και σε ποιο βαθμό.

Προτού όμως διαπιστώσουμε μερικά πράγματα περί της μουσικής των νοημάτων, ας ρίξουμε μια ματιά στην κακοφωνία χωρίς νόημα που συσσωρεύεται ακόπως και κατ΄εξακολούθησιν στις μέρες μας, τόσο ανά τους διαδικτυακούς όσο και ανά τους εξωδιαδικτυακούς "ποιητικούς" δρόμους.

Πάνε πολλά χρόνια στην Ελλάδα που η ποίηση θεωρείται ως μια "βολική" ασχολία για τους φιλοτεχνούντες πάσης λογής, μιας και για την δημιουργία της δεν απαιτείται τίποτε περισσότερο από ένα χαρτί και ένα μολύβι (ένα πληκτρολόγιο δηλαδή, θα λέγαμε με σημερινούς όρους). 
Πράγματι, δεν έχει κάποιος να μπει στην φασαρία του χειρισμού των συνέργων της ζωγραφικής ούτε βέβαια και στην εκμάθηση του σχεδίου, ούτε ακόμα έχει να ιδρώσει πρώτα στα Ωδεία για να συνθέσει κάποια στιγμή ένα κονσέρτο για πιάνο, ούτε δε χρειάζεται τα όχι πάντα ευδιάθετα χρηματικά κεφάλαια για το γύρισμα μιας κινηματογραφικής ταινίας.

Εδώ όμως είναι και η αφέλεια. Και ας δούμε το γιατί.

Το γεγονός ότι ο καθημερινός λόγος είναι "δωρεάν", τουτέστιν ανέξοδος και διαθέσιμος προς όλους, ακόμα δε, το ότι ο δημόσιος λόγος και γραφή είναι πλέον απολύτως προσβάσιμα προς τα πλήθη μέσω κυρίως του διαδικτύου, "παρακινεί" ή προτρέπει ορισμένως, τους πιο απίθανους και ετερόκλητους τύπους ανθρώπων, θα λέγαμε, προς μια "ποιητική" δημιουργία.
Ο καθένας, ο οποίος μέχρι πρότινος δεν είχε διαβάσει ποτέ στη ζωή του, έστω ένα στίχο του Ομήρου από το πρωτότυπο (για ολόκληρη ραψωδία ας μην το συζητούμε καθόλου), θεώρησε ότι καλό είναι να "βγάλει μια ποιητική συλλογή" και αυτός. 
Ε, "γενικώς" ασχολούμενος με τα καλλιτεχνικά,  γιατί να μην γράψει στίχους .
Έτσι φτάσαμε σήμερα στο μάλλον γελοίο θέαμα, όπου δεκάδες, εκατοντάδες άνθρωποι τρέχουν σαν παλαβοί με τα στιχάριά τους για να πληρώσουν τα 3000 περίπου ευρώ που χρειάζονται για να τυπωθεί σε κάποιον εκδοτικό οίκο η συλλογή τους. Σχεδόν ο καθένας σήμερα φιλοδοξεί κάποια στιγμή να σέρνει ή ήδη σέρνει από πίσω του και την "ποιητική συλλογή" του όπως το δελτίο ταυτότητάς του. Και είναι τόσο αφελής μάλιστα ώστε κάποτε να πιστεύει ειλικρινά ότι πλήρωσε για να εκδώσει "ποίηση", και ότι ο ίδιος είναι και "ποιητής".

Δεν είναι τόσο απλό, όσο φαίνεται. Δεν έχουμε εδώ "πολλές φωνές" που ξαφνικά ευδοκίμησαν στο διαδίκτυο αλλά μια πλήρη ποιητική αλαλία. Ένας ερασιτεχνισμός και μια ασχετοσύνη, πρωτίστως δε μια απερίγραπτη κακαισθησία και προχειροτάτη ποιότητα γραφής, όσο δεν πάει άλλο. 

Είναι πολύ λογικό σε συνθήκες πλήρους πνευματικής αποχαύνωσης οι λέξεις κάποτε να χάνουν το νόημά τους. Η λέξη "ποίηση" στην Ελλάδα, προοδευτικά τείνει να σημαίνει πλέον μια μετριότητα σε ο,τιδήποτε μπορεί να συσχετίζεται μαζί της. Μέτριοι άνθρωποι από άποψη νοητικής κυρίως συγκρότησης, με μέτριες γραφές με σχεδόν κοινή δημόσια συμπεριφορά και ακόμα πιο κοινό δημόσιο λόγο (το "κοινός" και με τις δυο σημασίες) και που κάποτε μάλιστα μπορεί να διατείνονται ομού ότι συναποτελούν μια τρόπον τινά ομαδική ποιητική παρουσία ή έκφανση "συλλογικότητας "  . 
Κάτι σαν τις αλήστου μνήμης "γενιές" που είχαν εφεύρει εδώ και δεκαετίες, διάφοροι ποιητές και κριτικοί (δηλαδή "κριτικοί" για να λέμε τα πράγματα αν όχι  με το όνομά τους, τουλάχιστον με τα εισαγωγικά τους) ως ένα εφεύρημα μήπως μαζί με άλλους περάσουν και αυτοί ενδόξως στην "αιωνιότητα".  Άλλωστε, είναι γνωστό πως ένα "επιβατικό" αεροπλάνο έχει περισσότερες πιθανότητες να λάβει άδεια αναγκαστικής προσγείωσης σε κάποιο άγνωστο αεροδρόμιο παρά ένα "μονοθέσιο". 
Πράγμα που σημαίνει με άλλα λόγια το εξής: αν η πενία τέχνας κατεργάζεται, τότε η ματαιοδοξία, τουτέστιν η πνευματική πενία, "γενιές"  επεξεργάζεται (στο μυαλό της και χωρίς αντίκρυσμα σε πραγματικότητα) .

Φυσικά ας μην περιμένει κανείς κάποια τεχνική και μαστοριά σε αυτούς τους χυμαδόν και ομαδόν παρουσιαζόμενους στίχους. Πρόκειται για ένα συναισθηματικό ξέσπασμα τις περισσότερες φορές, χωρίς σοβαρή στιχική συγκρότηση, χωρίς μουσική, χωρίς καλαισθησία, μονόσημο και επίπεδο όπου το κάθε πράγμα που δηλώνεται "ποιητικώς" δεν είναι παρά ο εαυτός του. 

Είναι αλήθεια πως ποτέ άλλοτε δεν έλαμψε η αριστοτέλεια αρχή της ταυτότητας με τόση ελκυστική πειθώ προς τους  γράφοντες μιας -για να την ορίσουμε κατ' ουσιαστικό τρόπο- πάνω απ' όλα μονοσήμαντης, αναμνησιολογικής ή όχι (συνήθως ή κατά πλειοψηφίαν ναι), συναισθηματολογικής ή όχι (συνήθως ή κατά πλειοψηφίαν ναι) , αυτοπαρουσιαζομένης ως "ποιητική", γραφής.
Πράγμα που σημαίνει πως κάθε λέξη σε αυτή την "ποίηση" ισούται με τον εαυτό της, μεθυπονοώντας φυσικά και το ταυτό του πράγματος. 
Στην μαζική ποίηση σήμερα, ένα αεροπλάνο πολύ απλά είναι ένα αεροπλάνο και μια πλατεία είναι μια πλατεία και ουδέν άλλο. Κάθε πράγμα δεν είναι τίποτε περαιτέρω του εαυτού του, και αναρωτάται κανείς ως προς τι διαφέρει αυτή η ποίηση από τον πεζό λόγο. Διαφέρει άραγε;

Πρέπει κάποτε να γίνει φανερό πως η ποίηση είναι δύσκολη τέχνη, δεν είναι για όλους, όσο και αν δυσθυμούν με αυτή την, αν μη τι άλλο, ιστορική αλήθεια όσοι διακατέχονται από μια ψευδή "δημοκρατικότητα" περί της ποιητικής δημιουργίας, η οποία, ας τονιστεί άλλη μια φορά, είναι μια  κατ εξοχήν αριστοκρατική δραστηριότητα για πιθανώς (πραγματικά) δημοκρατικές ψυχοσυνθέσεις και ΟΧΙ "δημοκρατική" δραστηριότητα για πολιτισμικούς πολιτικάντηδες!
Πρόκειται απλά για ψευδή συνείδηση το όλο θέμα, διότι η ποίηση ως τέχνη και δημιουργία ποτέ δεν διεκδίκησε εύσημα "δημοκρατίας" αλλά απλά και μόνο την αυταξία και τον αυτοκαθορισμό της ως τέχνη!  Άλλο τέχνη, άλλο πολιτική.
Όπου βλέπουμε έκδηλη, πολύ προφανή "πολιτική" στη τέχνη, υποψιαζόμαστε συνήθως έλλειψη ταλέντου, και προσπάθεια αναπλήρωσής του πλαγίως .

Ακόμα δε περισσότερο πρέπει να  αναμένεται η παντελής έλλειψη μουσικής, με την ποιητική έννοια, από τους σωρούς και σωρούς της σημερινής παραγομένης ποίησης.

Όμως, τι μπορεί να είναι μια "μουσική νοημάτων" αλήθεια, και πώς αυτή δεν μπορεί παρά να είναι μια δεσπόζουσα και καθοριστική παράμετρος στη σύγχρονη ποίηση;

Κατ' αρχάς, όπως ήδη ελέχθη, πρέπει να διακρίνουμε δυο ειδών "μουσικές" σε ένα ικανοποιητικό ποιητικό αποτέλεσμα. Η πρώτη, η πιο αναγνωρίσιμη, τουλάχιστον για κάποιον υποψιασμένο ή ασκημένο αναγνώστη, είναι η ηχητική.
Η άτσαλη, χοντροκομμένη ποίηση δεν γνωρίζει τέτοια μουσική. Εκεί οι λέξεις τίθενται κατά το δοκούν ή συνηθέστερα ακόμα κατ' ελπίδα, μόνο και μόνο λόγω της νοηματικής αξίας τους. Έτσι, ένα νόημα που έχει στο μυαλό του ο χοντροκομμένος ποιητής απλά "μεταφράζεται" σε οριστικώς εγκαθιστάμενες λέξεις στο ποιητικό κείμενο, αδιαφόρως της ηχητικής σημαντικής η οποία μπορεί να είναι ό,τι δη και ό,τι ήθελε προκύψει. Αυτό έχει κατά κανόνα ως αποτέλεσμα μια άσχημη ηχητική πρόσληψη του αναγνώσματος· έχει κανείς όχι σπάνια την εντύπωση πως οι λέξεις σκοντάπτουν η μια πάνω στην άλλη και η συνολικώς παραγομένη κακαισθησία είναι τέτοια που αναπόφευκτα ακυρώνει και το οποιοδήποτε "νόημα". Το οποίο νόημα τις περισσότερες φορές είναι και αυτό επίπεδο και μονοσήμαντο και δεν ισούται με τίποτε άλλο πέραν του εαυτού του. Συνυπολογιζομένης δε και της ηχητικής ατσαλοσύνης το όλο αναγνωστικό θέαμα, είναι σε αυτές τις περιπτώσεις συνήθως τραγικό. Γιατί ως όχι και τόσο γνωστόν, δεν αρκεί το τι λες, πρέπει να ξέρεις ακόμα και να μην το λες.

Η ηχητική μουσική λοιπόν έχει να κάνει με την βαθύτερη μουσική υπόσταση μιας γλώσσας, καθώς και με τους φωνηεντικούς και συμφωνικούς αρμούς των λέξεων στην συμπαράθεσή τους και την αναπόφευκτη αλληλεπίδραση μεταξύ τους, και η επιτυχής έκβασή της μπορεί να προκύψει μόνο από την εκτενεστάτη τριβή με την γλώσσα στην οποία γράφεται η ποίηση, όπως επίσης και από το αισθητικό ταλέντο του ποιητή. Για παράδειγμα, πιθανώς μία προς επιλογήν λέξη να ανταποκρίνεται σε αυτό που σκέπτεται ο ποιητής, όμως από την άλλη να μην "κολλάει" ηχητικά και μουσικά με τις άλλες. Σε αυτή την περίπτωση, πολύ απλά πρέπει να υπάρξει μια πιο κατάλληλη λέξη, πολλές φορές δε, αν είναι αναγκαίο μπορεί και να τροποποιηθούν προς αυτόν το σκοπό δευτερεύουσες νοηματικές ακολουθίες των στίχων.

Κάποτε δε, και στους πιο απαίδευτους ποιητικά, η ηχητική μουσική συνδέεται ή και ταυτίζεται ακόμα με την "ομοιοκαταληξία", την ρίμα. θα πρέπει να πούμε εδώ, πως μια τέτοια αντίληψη είναι παλαιοχρονισμένη και ξεπερασμένη όσο δεν παίρνει άλλο, και πως η ομοιοκαταληξία μπορεί να προσδίδει μεν σε ένα ποίημα μια "τραγουδιστικότητα" αλλά εν συνόλω "φθηναίνει" το ποίημα· το προσρίπτει σχεδόν στο επίπεδο ενός ελαφρού ή λαϊκού τραγουδιού.
Φυσικά έχουν γραφεί στην παγκόσμια λογοτεχνία αριστουργήματα τα οποία, εκτός των άλλων ενείχαν την ομοιοκαταληξία.  Αρκεί να θυμηθεί κανείς τον John Keats ή τον Baudelaire και άλλους, και άλλους. Όμως θα πρέπει να πούμε εδώ, πως αυτά υπήρξαν αριστουργήματα παρά την χρήση της ομοιοκαταληξίας και όχι εξ αιτίας της! Υπήρχαν δηλαδή άλλοι, ουσιαστικότεροι λόγοι που μας έκαναν να αξιολογήσουμε πολύ θετικά αυτά τα ποιήματα και όχι η ρίμα.

Σε κάθε περίπτωση η μοντέρνα ποίηση εδώ και έναν αιώνα περίπου τείνει να αποβάλλει την ομοιοκαταληξία (υπάρχει ομοιοκαταληξία μήπως στους αρχαίους Έλληνες;), κάτι που ο John Milton το είχε κατανοήσει αρκετά νωρίτερα από τους μοντερνικούς του 20ού αιώνα, όταν έγραφε στον πρόλογο του Paradise Lost (1674) με αρκετά καυστικό τρόπο (η υπογράμμιση δική μου):

"Rhime being no necessary Adjunct or true Ornament of Poem or good Verse, in longer Works especially, but the Invention of a barbarous Age, to set off wretched matter and lame Meeter."
                                 (JOHN MILTON: Paradise Lost, Preface)

Για να δώσουμε λοιπόν ένα παράδειγμα μιας όμορφης μουσικής που αναδύεται μέσα από στίχους, ας προστρέξουμε στους δυο πρώτους στίχους της Οδύσσειας:

ἄνδρα μοι ἔννεπε, μοῦσα, πολύτροπον, ὃς μάλα πολλὰ πλάγχθη, 
ἐπεὶ Τροίης ἱερὸν πτολίεθρον ἔπερσεν·

Βλέπουμε αμέσως στο δακτυλικό εξάμετρο που είναι το μέτρο του ποιήματος σε ποιαν εύηκοη συναρμογή προκύπτουν τα αδρά και τα λεπτά φωνήεντα. Ο μεν διαχωρισμός σε μακρά, βραχέα και δίχρονα μπορεί να είναι ο δείκτης του μέτρου, αλλά οι συνδυασμοί των αδρών και των λεπτών φωνηέντων είναι πάντοτε εκείνοι που καθορίζουν σε σημαντικό βαθμό την εύηχη ακουστικότητα των στίχων. Ή με άλλα λόγια, αν το σχήμα μακρά-βραχέα-δίχρονα είναι ο ρυθμός τότε το σχήμα αδρά-λεπτά είναι η μελωδία.
Παρατηρούμε λοιπόν πόσο σοφά τεταγμένες είναι οι λέξεις που κατά κανόνα παρουσιάζουν μόνο αδρά ή μόνο λεπτά φωνήεντα ή ανά περιπτώσεις και τα δύο με απολύτως κυριαρχικά τα μεν ή τα δε :  

ἄνδρα , μοῦσα, μάλα, πολλὰ, πολύτροπον, πλάγχθη, ἱερὸν, πτολίεθρον 
(κυριαρχία των αδρών φωνηέντων)

και 

ἔννεπε, ἐπεὶ , Τροίης, ἔπερσεν 
(κυριαρχία των λεπτών φωνηέντων)

Παρατηρείστε ακόμα σε πόση θαυμαστή συνάφεια βρίσκονται τα ρινικά μ,ν με το χειλικό π και υγρό λ  (μοι ἔννεπε, μοῦσα - πολύτροπον, μάλα πολλὰ  - πλάγχθη - πτολίεθρον).

Το όλο άκουσμα έτσι όπως βηματοδοτείται από τον δακτυλικό εξάμετρο ενέχει μια επική επιτακτικότητα (στην παράκληση προς την Μούσα) λόγω της ομού παρουσίας των αδρών φωνηέντων στις ίδιες λέξεις και εν ταυτώ χρόνω ένα είδος ακουστικής ονειρικής παρεμβολής λόγω των μεικτών  "πολύτροπον" και "πτολίεθρον" στα οποία ωστόσο κυριαρχούν τα αδρά. Ισχυρός μεν ήχος αλλά και απαλός ταυτόχρονα ή καλύτερα, "ευγενής", πράγμα βέβαια που συνάδει πλήρως με την αριστοκρατική εποχή του Ομήρου.

Φυσικά, ανάλογες διαπιστώσεις αφθονούν στο ομηρικό κείμενο και μπορούν να δώσουν στον αναγνώστη μια πληρεστάτη ιδέα περί του πώς δομείται μια όμορφη ακουστική αρμονία στο σώμα ενός ποιητικού κειμένου.

Η νοηματική μουσική ωστόσο, ή μουσική των νοημάτων είναι εκείνη που συμπαράγεται με την ηχητική μουσική κατά την τέλεση της στιχοποιίας και έχει να κάνει με τις συγκείμενες αλληλουχίες των εκδηλουμένων νοημάτων μέσω των στίχων.
Όπως σε μια μουσική συμφωνία,  η μια συγχορδία παραχωρεί την θέση της στην άλλη και όλες μαζί στις αλληλοφάνειες και αλληλοδιαδοχές τους παράγουν το συνολικό ακουστικό αποτέλεσμα, έτσι και στην ποίηση, τα νοήματα προκύπτουν αβίαστα και φυσικά μέσα από άλλα νοήματα κατά την ανάγνωση, αίροντας οποιαδήποτε μονοσημία ή επίπεδη πρόσληψη του ποιήματος.

Προσοχή. ΔΕΝ είναι ακριβώς συνειρμική δραστηριότητα, χωρίς αυτό να σημαίνει πως ο συνειρμός δεν ενέχει κάποτε (αλλ' όχι κατ' ανάγκην) έναν σημαντικό ή ακόμα και κεφαλαιώδους αξίας ρόλο στην όλη διαδικασία. Και αυτό γιατί, μια μουσική των νοημάτων θα πρέπει να συγκροτείται σε ένα μεγάλο ποσοστό συνειδητά, πράγμα που ο απλός συνειρμός, ή ο συνειρμός από μόνος του, δεν εξασφαλίζει ή αντίθετα μπορεί και να υπονομεύσει κιόλας.
Η συνειρμική διαδικασία στην ποίηση έχει αξία, κατά την γνώμη μου, όταν εξισορροπείται από σημαντικές ποσότητες συνειδητής, συνειδητότατης προσπάθειας νοηματικής κατεύθυνσης προς επιλεγμένους στόχους.
Αλλιώς, ο συνειρμός πολύ εύκολα μπορεί να οδηγήσει σε ασύστατες και άνευ νοήματος στιχικές φλυαρίες, τουτέστιν, σε μια ποσότητα που ποτέ δεν οδηγεί σε  ποιότητα. Ή στην καλύτερη περίπτωση μπορεί να καταλήξει σε έναν παλαιάς μόδας σουρρεαλισμό (ο οποίος κατά καιρούς, πρέπει να το πούμε και αυτό, υπήρξε και η "εύκολη λύση" για δεύτερα ταλέντα) , από τον οποίο έχουμε πλέον κορεστεί ως αναγνώστες .

Η νοηματική μουσική, καίτοι μπορεί να ενσωματώνει τον συνειρμό στην δημιουργία της, σε καμμιά περίπτωση δεν ταυτίζεται με αυτόν, και περαιτέρω, έχει πάντοτε μια ισχυρή εξισορροπητική τάση αποφυγής της αυθαιρεσίας όταν ο ποσοτικώς αυξημένος συνειρμός κινδυνεύει να αποβεί παρειρμός και απλή ασυναρτησία.

Φυσικά, δεν είναι εύκολο να ορίσουμε ποσοτικώς αυτούς τους "κανόνες". Η ποίηση δεν είναι συνταγή και κάθε διαπίστωση δεν μπορεί παρά να έχει ποιοτική και μόνον αξία και αντίκρυσμα και ποτέ δεν μπορεί να καθίσταται γι' αυτό και ποσοτικό μέτρο των εννοιών που προκρίνει. Πολλές φορές για την παραγωγή μιας ποιότητας Α χρειάζεται μια ορισμένη ποσότητα, τη στιγμή που για μια άλλη ποιότητα Β να χρειαστεί η διπλάσια ποσότητα.

Όταν μετρούμε "ποιοτικώς" και μόνον μια θεωρητική ή εμπειρική διαπίστωση τότε ομιλούμε περί ενδεχομένης αληθείας που έχει την τάση να βεβαιώνεται από την εμπειρία. Όταν όμως εισάγουμε ποσοτικούς περιορισμούς και ορίζουμε ότι τόσο πρέπει να είναι το ένα ή το άλλο στοιχείο στην ποίηση, τότε αυτό δεν είναι τίποτε άλλο από δόγμα.

Είναι σημαντικό να ξανατονίσουμε ακόμη πως η νοηματική και η ηχητική μουσική στην ποίηση δεν είναι απομονωμένες μεταξύ τους, αλλά συνεπιδρούν η μία στην άλλη και αναπόφευκτα η επιτυχία ή όχι της μιας καθορίζει σε σημαντικό ποσοστό και την επιτυχία ή όχι της άλλης.
Και αυτό διότι οι συνηχήσεις και συναθροίσεις των λέξεων όπως και οι φωνηεντικές και συμφωνικές συναρμογές των στίχων από μόνες τους προβάλλουν νοηματικές αποχρώσεις στο όλο χρώμα του -ας το πούμε έτσι- "κεντρικού" νοήματος ενός στίχου, μιας δέσμης στίχων ή στροφής ή και του όλου ποιήματος, και κατά συνέπεια  δεν μπορεί παρά να λαμβάνονται υπ' όψιν στην όλη νοηματική ακεραιότητα του στιχικού κειμένου.

Όμως ας παρακολούθησουμε από παραδειγματολογική άποψη την εκδίπλωση μιας νοηματικής μουσικής μέσα από το ποίημα "The Second Coming" (1919) του μεγάλου Ιρλανδού ποιητή William Butler Yeats:

Turning and turning in the widening gyre
The falcon cannot hear the falconer;
Things fall apart; the centre cannot hold;
Mere anarchy is loosed upon the world,
The blood-dimmed tide is loosed, and everywhere
The ceremony of innocence is drowned;
The best lack all conviction, while the worst
Are full of passionate intensity.

Surely some revelation is at hand;
Surely the Second Coming is at hand.
The Second Coming! Hardly are those words out
When a vast image out of Spiritus Mundi
Troubles my sight; somewhere in the sands of the desert
A shape with lion body and the head of a man,
A gaze blank and pitiless as the sun,
Is moving its slow thighs, while all about it
Reel shadows of the indignant desert birds.
The darkness drops again; but now I know
That twenty centuries of stony sleep
Were vexed to nightmare by a rocking cradle,
And what rough beast, its hour come round at last,
Slouches towards Bethlehem to be born?

Βλέπουμε πως ο Yeats χρησιμοποιεί μια μεταφορά, ως προεισαγωγική εικόνα για ένα συμπέρασμα που ακολουθεί μετά: η εικόνα του γερακιού που δεν υπακούει πλέον στον γερακάρη άγει νοητικά (και όχι συνειρμικά) στην απώλεια της τάξης στον κόσμο και την εισβολή μιας ωμής "αναρχίας" παντού (η "αναρχία" με την έννοια της αταξίας και όχι φυσικά με την πολιτική έννοια). 
Αμέσως μετά ο Yeats συμπεραίνει πως εξαιτίας αυτής της αναστάτωσης, μια αποκάλυψη είναι προ των πυλών· την συγκεκριμενοποιεί ακόμα περισσότερο με τον όρο "Δευτέρα Παρουσία". Προσέξτε την εξαιρετικά αρμονική νοηματική ακολουθία που συνοδεύεται παρ' όλα αυτά μέσα από ρήξεις και νοητικά άλματα σε θαυμαστή αλληλοσυμπλήρωση:

Ο Yeats διαπιστώνει κάτι στον κόσμο μέσα από μια ποιητική μεταφορά (the falcon and the falconer), κατόπιν φθάνοντας στον "προορισμό" της ποιητικής αυτής μεταφοράς, δεν βλέπει τίποτε άλλο παρά "mere anarchy is loosed upon the world", για να αναφωνήσει ο ίδιος αναρωτώμενος-βεβαιωθείς εν ταυτώ χρόνω, πως "Surely, some revelation is at hand;/ Surely the Second Coming is at hand". Από εκεί μέσα από μια ρήξη στο ποίημα, ένα άλμα που προετοιμάζεται μέσα από την συνειδητοποίηση της φράσης "The Second Coming" (" The Second Coming! Hardly are those words out..."), άγεται προς μια καθαρά οραματική εικόνα που επιδίδεται στον ίδιον από το "Πνεύμα του Κόσμου" (Spiritus Mundi) όπου στην άμμο της ερήμου μια αναπάντεχη, εξώκοσμη φιγούρα με το σώμα λέοντος και την κεφαλή ανθρώπου αλλά και με "κενό βλέμμα" και "ανηλεής όπως ο ήλιος" πορεύεται προς την Βηθλεέμ για να γεννηθεί.
Η φιγούρα παραπέμπει σε κάτι ανάμεσα βελλεροφόντειο χίμαιρα, ανεστραμμένη αιγυπτιακή Σφίγγα και εικόνα της Αποκάλυψης του Ιωάννη, όντας όλα αυτά μαζί χωρίς ωστόσο να ταυτίζεται με κανένα.
Η δε πλήρης νοηματική μουσική του ποιήματος ακολουθεί ένα σχήμα ή μια πορεία, θα λέγαμε ως εξής:

μεταφορά - διαπίστωση - έκπληξη (τουτέστιν προσποίηση-υποκριτική τέχνη του ποιητή ότι εκπλήσσεται μέσα στο ποίημα) - και, τέλος, ένα πολύ σκοτεινό όραμα που φαντάζει σαν μια ανεστραμμένη υπόσταση του ιδεώδους της χριστιανικής θρησκείας. Μετά από είκοσι αιώνες, αυτό που πάει να γεννηθεί στην Βηθλεέμ είναι μια καθαρά δαιμονική φιγούρα και όχι ο Υιός του Ανθρώπου. 
Νοηματικά η εικόνα της "αναρχίας" στους πρώτους σιίχους δεν θα μπορούσε να συνταιριάζεται καλύτερα παρά με  έναν "σκοτεινό" "ηγέτη" αυτού του χάους που εμφανίζεται στο τέλος του ποιήματος.

Βλέπουμε συνεπώς, πώς ο Yeats στο μείζον μέρος του ποιήματος κατασκευάζει συνειδητά την όλη ποιητική του δόμηση και δεν το αφήνει στις τύχες μιας ανεξέλεγκτης "συνειρμικότητας". Ασφαλώς και ο συνειρμός εδώ ενέχει τον ρόλο του, αλλά ο πραγματικός ποιητής είναι πάνω απ' όλα εκείνος που ΕΠΕΞΕΡΓΑΖΕΤΑΙ το κάθε τι και δεν το αναδίδει ωμά όπως του έρχεται στην γραφή του.

Καταλήγοντας σε αυτή την πρώτη τρόπον τινά πραγματεία περί της Μουσικής των Νοημάτων, θα έλεγα ότι είναι πολύ σημαντικό να γίνει κάποτε κατανοητό, ιδιαίτερα στην μακαρίως συναισθηματολογική ποιητική Ελλάδα, πως η ποίηση είναι σύνθετο καλλιτεχνικό φαινόμενο και έχει ασφαλώς και τα μυστικά της, όχι κατ' ανάγκην σταθερά και αναλλοίωτα. 

Το κάθε τι κυμαίνεται, τροποποιείται, μεταμορφώνεται ανάλογα με την ευφυία και την δημιουργική ευαισθησία του εκάστοτε ποιητή.
Όμως σε κάθε περίπτωση η ποίηση ας είναι κάποτε ποίηση και όχι απλή αυτοέκφραση χωρίς τέχνη, χωρίς τεχνική.


Sunday, December 8, 2013

SERGEI RACHMANINOFF: "Piano Concerto No.3"




Είμαι λάτρης της μουσικής του Ραχμάνινοφ και προσωπικά τα πιάνο κονσέρτα του δεν θα τα συνέκρινα με άλλα παρά μόνον με εκείνα του Beethoven ή του Brahms.
Αυτή η μείξη ακραίου ερωτικού πάθους και υπαρξιακού τυχοδιωκτισμού μέσα σε ένα ασυμβίβαστο ύστερο ρομαντικό πλαίσιο του 20ού αιώνα, είναι που κάνουν την μουσική του τόσο μοναδική στα μάτια μου (στα αυτιά μου μάλλον).

Στο πρώτο βίντεο μπορείτε να ακούσετε το Piano Concerto No.3 του συνθέτη να το ερμηνεύει ο ίδιος σε ηχογράφηση του 1939 -1940 με τον Eugene Ormandy να διευθύνει την Philadelphia Orchestra ενώ στο βίντεο που ακολουθεί κατωτέρω, μπορείτε να ακούσετε το ίδιο κονσέρτο σε εκτέλεση του μεγάλου πιανίστα και στενού φίλου του συνθέτη, Vladimir Horowitz και με τον Fritz Reiner να διευθύνει την RCA Victor Symphony Orchestra κατά το έτος 1951.

Κορυφαίες εκτελέσεις και οι δύο σίγουρα, όμως έχω την εντύπωση πως εκείνη του Horowitz είναι ανεπανάληπτη.






Tuesday, November 26, 2013

Η ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ Η ΥΠΟΚΟΥΛΤΟΥΡΑ ΤΩΝ ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΩΝ "ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ"


Εξ αρχής θα πρέπει να ορίσουμε σε έναν ασφαλή βαθμό καθώς και για τις νοηματοδοτικές ανάγκες του τίτλου του κειμένου το τι συνιστά "υποκουλτούρα" σε μια δραστηριότητα που ορίζεται ως "ποιητική".
Υποκουλτούρα ακριβώς είναι εκείνο το (υπο)πνευματικό υλικό που κείται στο ενδιάμεσον ανάμεσα καλλιτεχνικό (ή δοκιμιακό ή απλά επιχειρηματολογικό κάποιων αξιώσεων) λόγο και καθημερινή ομιλία. 
Δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο, παρ'όλο που διεκδικεί κάποτε τις "δάφνες" και των δυο. 
 
Η υποκουλτούρα συνήθως έρχεται να καλύψει κάποια "πρακτικά" αιτήματα που δεν συναρμόζονται κατ' ανάγκην με τον καλλιτεχνικό λόγο, όπως η "διαφήμιση" κάποιου πνευματικού υλικού, οι δημόσιες σχέσεις, ή απλά η ανάγκη των υποπνευματικών για σκυλοκαυγάδες.
Τα λεγόμενα "social media" συνεπώς, λόγω της διαδικτυακής ιδιοσυστασίας και λειτουργίας τους, είναι ο ιδανικός, σχεδόν ο ασύγκριτος από κάθε άποψη, τόπος για την άνθηση κάθε υποκουλτούρας.

Ας πάρουμε για παράδειγμα το facebook.

Φανταστείτε ένα χωριό όπου οι κάτοικοί του μοιάζουν ξαφνικά να τρελλάθηκαν και εμφανίζονται σχεδόν ομού στην πλατεία του όπου αρχίζουν να ομιλούν φωναχτά ο ένας προς τον άλλον ή όλοι προς όλους. Ένα απερίγραπτο πανδαιμόνιο και μια σύγχυση γλωσσών, σκέψεων και ενεργειών εμφανίζεται και καθώς όλοι ομιλούν προς όλους, κανείς δεν ακούει στην πραγματικότητα κανέναν ει μη μόνον φαντάζεται το πώς ακριβώς μπορεί να τον ακούνε οι άλλοι και κατά πόσο έπραξε επιτυχώς το "κομμάτι" του σε αυτούς. 
Ο,τιδήποτε περνάει από τη σκέψη καθ' ενός εκάστου, η παραμικρότερη στιγμιαία αρέσκεια ή απαρέσκεια διοχετεύεται αμέσως προς τους άλλους οι οποίοι και ανταποδίδουν παρόμοια, σε ένα μαζικό παραλήρημα που φαντάζει σαν ένα φεστιβάλ συλλογικής εξομολόγησης προς έναν μεγάλο διαδικτυακό λευκό τοίχο.

Σε μια κατάσταση πραγματικά φρενήρη όπου προσωπικές σκέψεις και αυτοστιγμεί φωνασκούσα τάση ανακοίνωσης πλέον ταυτίζονται και όπου ο ιδιωτικός και ο δημόσιος λόγος ΔΕΝ διακρίνονται μεταξύ τους, μα κυρίως, σε ένα νέτγουορκ όπου ακόμα και τα επαρχιώτικα πλαίσια συμπεριφοράς φαντάζουν από συγκριτική άποψη υπερπροοδευτικά, η υποκουλτούρα γίνεται σχεδόν νόμος.

Υπάρχουν φυσικά και οι εξαιρέσεις. Έχω δει, όχι συχνά και εξαιρετικές αναρτήσεις στο facebook ή και ολόκληρες σελίδες που πασχίζουν για μια αξιοπρεπή δημιουργική παρουσία. Όμως είναι τέτοια τα πλαίσια λειτουργίας του όλου network καθώς και οι άγραφοι νόμοι συμπεριφοράς του, που ακόμα και αυτές οι αναρτήσεις ή σελίδες παρά τις καλές προθέσεις και την αξία  χάνουν τελικώς το παιγνίδι μέσα σε μια πολύ άνιση ποιότητα εν συνόλω.

Όπως και να έχει εδώ μας ενδιαφέρει απλά το πώς είναι δυνατόν η ποίηση να συνυπάρξει με μια τέτοια κατάσταση και δεν θα ασχοληθούμε καθόλου με ανθρώπους μη-ποιητές που χειρίζονται το facebook για τον α ή β λόγο, κακό ή κακό ή με όσους χρησιμοποιούν το facebook περιστασιακά για να κάνουν την πλάκα τους.
Ούτε πρόκειται να ασχοληθούμε με τις συνέπειες που έχει πάνω στον ανθρώπινο ψυχισμό και προσωπικότητα η πολύωρη καθημερινή χρήση του facebook και των παρομοίων, όπως έχουν επισημάνει κατά καιρούς οι ειδικοί.

Μας ενδιαφέρει εν προκειμένω η ποίηση στα κοινωνικά μέσα.

 Ό,τι παρακινεί συνήθως διάφορους ποιητές και "ποιητές" να μετακομίσουν οριστικώς στα κοινωνικά μέσα, είναι ασφαλώς η ματαιοδοξία τους (που στην θετική της έννοια θα μπορούσε να είναι φιλοδοξία και ως τέτοια φυσικά επιθυμητέα) και μια παρεξήγηση της έννοιας της "αναγνώρισης".

Φαντάζει λυπηρό το γεγονός ότι πολλοί άνθρωποι που συγγράφουν δεν έχουν καταλάβει ακόμα το απλό και στοιχειώδες που και ένα μικρό παιδί καταλαβαίνει: 
η αναγνώριση και η "καταξίωση" ενός έργου ποτέ δεν είναι ζήτημα του εκάστοτε "παρόντος". Είναι αρμοδιότητα μελλουσών γενεών και ανθρώπων που κατά κανόνα δεν έχουν γεννηθεί ακόμα στους καιρούς που δρα πνευματικώς ένας ποιητής.
Από εκεί και πέρα, ο,τιδήποτε μηχανευθεί η ανθρώπινη ματαιοδοξία για να ξεγελάσει στην ουσία τον εαυτό της, δεν είναι παρά απελπισία.

Και τι άλλο εκτός από απελπισία είναι η προσφυγή στην δημοφιλία ενός μικρο"πληθυσμού" επαρχιακών προδιαγραφών που αυτοεπικυρώνεται μέσα από likes και παρόμοιες φαιδρότητες;
Αν το έργο σου δεν αξίζει, όσα likes και αν επαιτείς, βάζοντας στους άλλους likes (έχω δει ποιητές και "ποιητές" ξαφνικά να επιδράμουν και να βάζουν μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα έναν κατακλυσμό από likes σε σκουπιδοαναρτήσεις οι οποίες και είναι βέβαια ο κανόνας στο facebook) και όσα "φαν-κλαμπάκια" και αν φτιάχνεις για την ...ποίησή σου, πολύ απλά δεν θα μείνει τίποτα από αυτό. 
Γιατί το τελευταίο πράγμα που θα πάρουν σοβαρά οι ιστορικοί του μέλλοντος είναι το απερίγραπτο χάλι της υποκουλτούρας των κοινωνικών μέσων, αν δεν λειτουργήσει και αρνητικά κιόλας εν προκειμένω.

Μένει λοιπόν το παρακάτω ερώτημα.
Κατά πόσο ένας ποιητής μπορεί να νοιώθει ακόμα ποιητής όταν αναλώνεται σε αναρτήσεις υποκουλτούρας έστω και αν ο ίδιος σε φυσιολογικές συνθήκες διοχέτευσης πνευματικής δραστηριότητας δεν θα έδειχνε τέτοια συμπτώματα.
Κατά πόσο μπορεί να παράγει κάποιος πνευματικό έργο σοβαρό, όταν ξοδεύει ώρες και ώρες σε κατά κανόνα ανούσια ή ασήμαντα σχόλια και στο να βάζει δεκάδες likes για να του ανταποδοθούν κάποια στιγμή;

Συνήθως οι αναρτήσεις και τα σχόλια στο facebook είναι ακριβώς κάτι που - όπως ορίστηκε εξ αρχής κειμένου-, χωρίς να ταυτίζεται ολοκληρωτικά με την καθημερινή ομιλία, πόρρω απέχει όμως από έναν πραγματικό καλλιτεχνικό ή δοκιμιακό λόγο.

Το θέμα είναι πως σε αυτή την δίνη της υποκουλτούρας χάνονται ή κινδυνεύουν να χαθούν πολλές φορές και αξιόλογοι ποιητές ή αλλοτριώνονται στην γραφή τους σε τέτοιο βαθμό που τρομάζεις μετά να τους αναγνωρίσεις. 

Πράγμα λογικό εξ άλλου. Η ποίηση δεν είναι για όλα τα περιβάλλοντα. Δεν μπορείς να φυτέψεις σπόρους ανθέων στους βράχους, ούτε ποιητικό λόγο στα λευκά κελλιά του facebook.
Το χαμηλό ΠΟΤέ δεν μπορεί να συμβαδίσει ή συμβιώσει με το υψηλότερο. Σε αυτές τις περιπτώσεις το πρώτο απορροφά πλήρως και εν καιρώ το δεύτερο.

Η ποίηση έχει κάποιες "δεσμεύσεις". Αφ' ης στιγμής κάποιος επιλέγει αυτόν τον δύσκολο δρόμο θα πρέπει να έχει πάρει εξ αρχής τα μέτρα του να "αποκλείσει" μερικά πράγματα από την πορεία του.

Αν όχι, τότε ας μην ελπίζει πως ο σκύλος της γνωστής παροιμίας πρόκειται ποτέ να χορτάσει με μία μόνον άθικτη πίττα .


Monday, November 18, 2013

ΤΙ πάει να πει "πνευματικός άνθρωπος";


Λένε πολλές φορές : "τι έχουν να πούν οι πνευματικοί άνθρωποι γι' αυτό", "πού είναι οι πνευματικοί άνθρωποι να γράψουν γι' αυτό" κλπ. κλπ. 
Εκφράσεις και διερωτήσεις όχι σπάνια, και είτε υποκριτικά είτε όχι, αγωνιώδεις που στην διατύπωσή τους είναι κατά τι, λιγότερο ή περισσότερο απαιτητικές και κυρίως βέβαιες ότι η απαίτησή τους είναι και νόμιμη πάνω απ' όλα.
Είναι έτσι όμως;

Αρκεί γι' αυτό να δούμε πως σε κοινωνίες όπως η ελληνική που δεν έχουν χειραφετηθεί ακόμη από χίλια δυο πράγματα και είναι μακραίωνα εθισμένες στο πατρονάρισμα και την μακροεξουσία διαφόρων πολιτικών συμμοριών καθώς και τις μικροεξουσίες των απανταχού κομπλεξικών, ο όρος "πνευματικός άνθρωπος" έχει αποκτήσει μια αρκούντως και ιδιαζόντως μεσσιανική σημασία.
Γιατί στην Ελλάδα δεν αρκεί να είσαι, ας πούμε, ποιητής, συγγραφέας, ηθοποιός κλπ. αλλά πρέπει ταυτόχρονα να είσαι και γκουρού, πολιτικός, παρουσιαστής, "λαϊκός ηγέτης", ιερέας εξομολογητής, ηλεκτρολόγος και  μέντιουμ ακόμα, σε έναν όχλο που πάντα αναζητεί το τι φταίει σε ό,τιδήποτε άλλο εκτός από τον εαυτό του, και πάντα ψάχνει την σωτηρία του εξ ίσου σε ό,τι δη άλλο πέραν του εαυτού του.

Κατ' αρχάς ο όρος "πνευματικός άνθρωπος" είναι από τους πλέον ηλίθιους που θα μπορούσε κανείς να διανοηθεί ή να αναπαράγει άκριτα.

Τι πάει να πει "πνευματικός άνθρωπος"; συνήθως τα διαθέσιμα "ποίμνια" έχουν εδώ ως φαντασίωση κάποια εξαϋλωμένη φιγούρα χαμένη στα ύψη μιας "πνευματικής ανωτερότητας" (τρόπος του λέγειν "ανωτερότητα"· μιλάμε συνήθως για εξ αρχής προδιαγραφές μετριότητας αποβλακωμένης από παρωχημένες κουλτούρες) εκ των οποίων υψών κάποτε επιρρίπτει και ένα βλέμμα προς την επιφάνεια της γης και δίνει συμβουλές επί παντός του επιστητού.

Αυτό όμως δεν είναι "πνευματικός άνθρωπος" αλλά πνευματικός Στάλιν, αν θέλουμε να μιλήσουμε με ακρίβεια. 
Το "πνευματικό" κινείται και πρέπει να κινείται πάντοτε αυτοβούλως, εκ διαθέσεως και τυχόντος προσωπικού ενδιαφέροντος και όχι εξ απαιτήσεως ή υποχρεώσεως και κατόπιν "παραγγελιών". 
Αν πέσει κανείς στην παγίδα αυτού του ιδιότυπου ολοκληρωτισμού του πλήθους, τότε μετά θα πρέπει ο ίδιος να γίνει ανελέητος "δικτάτορας" για να αντέξει την ψυχολογική πίεση από "κάτω".

Πρόκειται φυσικά το όλο concept του "πνευματικού ανθρώπου" για μια αυθαιρεσία, προϊόν όχι μόνο του διαχωρισμού χειρωνακτικής από πνευματική εργασία στην μακροπερίοδο της νεωτερικότητας του καπιταλισμού, αλλά και υστερότοκο κοινωνιών που όπως ελέχθη περιμένουν πάντοτε την σωτηρία "απ' έξω".
Και φυσικά, είναι λογικό πως με τέτοιες εξωπραγματικές αν όχι γελοίες φαντασιωτικές προδιαγραφές η "απογοήτευση" στα εκάστοτε ποίμνια καραδοκεί.

"Μα πού εξαφανίστηκαν οι πνευματικοί άνθρωποι" λένε τα όχι σπάνια ορφανά προβατάκια των πολιτικών, κοινωνικών ή πολιτισμικών περιστάσεων.
Τι πάει να πει "πού εξαφανίστηκαν"; Όπου θέλουν εξαφανίστηκαν, για ποιο λόγο να σου δώσουν λογαριασμό;

"Γιατί δεν λένε τίποτε γι' αυτό οι πνευματικοί άνθρωποι;". Γιατί έτσι. Δικαίωμά τους. 
Φέρε τον μπαμπά σου και την μαμά σου να πούνε κάτι γι' αυτό, αυτούς ζητάς έτσι κι αλλιώς.

Καταλαβαίνει κανείς πάνω απ' όλα πως η φαιδρότητα που αντικειμενικά παράγεται σε ένα σκηνικό μη απογαλακτισμού ακόμα όχι μεμονωμένων ανθρώπων αλλά μιας ολόκληρης κοινωνίας, δεν μπορεί παρά να συνιστά εν ταυτώ και μια ανεστραμμένη "εξήγηση" του "τι φταίει" κάθε φορά που αυτή η επαρχιακή στη νοοτροπία ακόμα ελληνική κοινωνία χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια της.

Μα πάντοτε αυτή η κοινωνία  έχανε το έδαφος. Γιατί ακόμα μπουσουλάει και δεν στέκεται στα δυο της πόδια ως αυθύπαρκτη, αυθυπόστατη και αυτεξούσια δίχως να χρειάζεται κάποιον "πνευματικό άνθρωπο" να της λέει τι θα κάνει ή να πηγαίνει για λογαριασμό της να "τραβήξει το αυτί" κάποιου πολιτικού κλπ.

Σε κάθε περίπτωση, η έκφραση γνώμης από τον οποιονδήποτε, "πνευματικό" και μη, είναι ΔΙΚΑΙΩΜΑ. Και ένα δικαίωμα ποτέ δεν μπορεί να είναι υποχρέωση.

Όταν η έκφραση γνώμης καθίσταται "υποχρέωση" δεν μιλάμε τότε ούτε για Δημοκρατία ούτε για Ελευθερία, αλλά για έναν ιδιότυπο ψυχολογικό ή πολιτισμικό ολοκληρωτισμό.
Θυμίζει κάποτε, και τηρουμένων των αναλογιών, την αλήστου μνήμης υποχρεωτική ψηφοφορία στις βουλευτικές εκλογές. Contradictio in adjecto και μνημείο παραλογισμού όσο δεν πάει άλλο.

Όσο για μένα, όποιοι με αγαπάτε μην κάνετε το σφάλμα να με λογίσετε ποτέ ως "πνευματικό άνθρωπο". Είμαι αγρίμι πλήρως τόσο στην σκέψη μου όσο και στην ζωή μου.

Και το μοναδικό πράγμα που είχα κατά νου, χθες 17 Νοεμβρίου -και σε μια "επέτειο" που δυστυχώς κατάντησε με τα χρόνια να σημαίνει ένα ακόμα κλασσικά ρωμέικο φεστιβάλ πολιτικής γελοιότητας-, ήταν το γκραν πρι της F1 στο Austin του Texas.

Γιατί έτσι. Δικαίωμά μου.



Sunday, November 10, 2013

Μια επισήμανση για την "ποιητική κουλτούρα" εν Ελλάδι



Ο λόγος που πολλοί ή αρκετοί εκ των (πιο) "συγχρόνων" ποιητών στην Ελλάδα γράφουν ως εάν ζούσαν ακόμα στην δεκαετία του  50 ανάγεται εν πολλοίς στις γενικότερες αφετηρίες μιας κοινωνίας βαθειά συντηρητικής, οπισθοδρομικής και μισονεϊστικής όσο δεν πάει άλλο, ακόμα και όταν κραδαίνει  εν εξάλλω σημαίες "προοδευτικότητας" για τις ανάγκες ενός πολιτισμικού θεαθήναι.
Πράγματι, αν πάρετε ένα τυχόν ποίημα της πιο σύγχρονης "πνευματικής" παραγωγής και το συγκρίνετε με ένα ποίημα της δεκαετίας του 50, κατά μεγάλη πιθανότητα θα ανακαλύψετε έκπληκτοι πως και τα δυο ανήκουν στην ίδια εποχή. Από κάθε άποψη. Πολιτισμική, ψυχολογική, "βιωματική" αλλά και από μια τραγικώτερη ακόμα άποψη τεχνικής του στίχου και της ρυθμοποιίας (όταν υπάρχει...). 
Και φυσικά όλη αυτή η στασιμότητα από την άλλη, αυτός ο πνευματικός βάλτος, δεν είναι παράξενο που διεκδικεί συχνά και αφελώς και τις δάφνες μιας "ελληνικότητας".

Είναι πολύ φυσικό σε μια χώρα που δεν γνώρισε ποτέ Αναγέννηση, Διαφωτισμό και μια σοβαρή αστική τάξη (παρά μόνον πορτοφολάδες και κλεφτοκοτάδες πλην ελαχίστων εξαιρέσεων σοβαρών αστών) και συνάντησε πανταχόθεν την θεοσκότεινη παπαδοκρατία, το Βυζάντιο και μια συνάλληλη προς αυτά χαοτική τουρκο-ορθόδοξη κουλτούρα, να αναπτύσσεται εν παραλλήλω και ένα "εθνικό" κόμπλεξ. 
Μα φυσικά, για όλα μας φταίνε οι "ξένοι" που επιβουλεύονται την πτωχή πλην τιμία Ελλάδα. Και όλα τα στραβά και κακά της μοίρας μας οφείλονται σε οποιονδήποτε άλλον εκτός από εμάς
 (και το θέμα δεν είναι η δεδομένη αρπακτικότητα του "διεθνούς καπιταλισμού", αλλά το τι έκανες εσύ για να χειραφετηθείς από την εξάρτηση... οι άλλοι κάνουν την δουλειά τους, εσύ την δική σου δουλειά όμως δεν την έκανες ).

Μια άκρατη συνωμοσιολογία λοιπόν πήρε την θέση της νηφάλιας διαγνωστικής και από την άλλη μια σχιζοφρενική σχέση τυφλής εξάρτησης και δουλικότητας αλλά και έξαλλου αναθεματισμού προς ο,τιδήποτε "ξένο" διεκδίκησε την πρωτοκαθεδρία της  Λογικής σε αυτά τα πράγματα.
Αλήθεια θυμάται κανείς την εκπάγλου κνίτικης ωραιότητας λέξη "ξενόφερτα"; Σκεφθείτε μόνο πόσο απύθμενη βλακεία μπορεί να κρύβει μια τέτοια λέξη. Λες και υπάρχει "ξένο" και "εγχώριο" στο ανθρώπινο Πνεύμα.  Ή λες και το Πνεύμα ενέχει ή ενείχε ποτέ την "εντοπιότητα" ως αξιολογική ιδιότητα.
Ως εάν ακριβώς οι "ξένοι" είναι αλλόκοτα πλάσματα, εξωγήινοι επιδρομείς προς την Ελλάδα, η οποία φυσικά έχει χρέος να ανθίσταται σθεναρώς προς κάθε απόπειρα πνευματικής υποδούλωσής της.
Μα το κυριώτερο, λες και η ευρωπαϊκή κουλτούρα δεν είναι , εξ ιστορικών αφετηριών και διαδρομών, σε μείζον ποσοστό ακραιφνώς "ελληνική", ελληνικότατη ακόμα (με την αρχαία έννοια της λέξης).

Φαντάζει τουλάχιστον απροσδόκητο και είναι σίγουρα από τα παράδοξα που μας συνηθίζει η Ιστορία, αλλά αν σήμερα θα θέλαμε να ανακαλύψουμε κάτι πραγματικά ελληνικό, αυτό δεν εντοπίζεται στον ελλαδικό χώρο, αλλά στην Ευρώπη.  
Όχι στην Ευρώπη των φαντασιώσεων του κάθε "εστετίσκου", αλλά στην πραγματική, ιστορική, με όλα τα καλά και τα κακά της, Ευρώπη.
Μόνο που δυστυχώς οι "νεοέλληνες" είναι αρκούντως νεο-γραικοί για να το αντιληφθούν και εκτιμήσουν,  και ακόμα, να το εκμεταλλευθούν με τον σωστό τρόπο και όχι δίκην επαιτείας και "κληρονομικού δικαιώματος"...  

Όμως θα πρέπει να συμπληρώσουμε ακόμα πως αν θα θέλαμε να διαγνώσουμε και κάτι "μη ελληνικό" από την άλλη, δεν έχουμε παρά να το αγναντέψουμε στον ελλαδικό χώρο των τελευταίων αιώνων...
Είναι επίσης και ακόμα περισσότερο παράδοξο, λέω, που η τουρκο-ορθόδοξη κουλτούρα βαπτίστηκε "ελληνική" και η αρχαιοελληνική στην ουσία (όπου και κυρίως, όπως εντοπίζεται στην ευρωπαϊκή της νεωτερικότητας των προσφάτων αιώνων, διατηρημένη,  παραμορφωμένη , ή αναπτυγμένη), αντιμετωπίστηκε με κνιτοπρεπέστατο τρόπο από αρκετούς συντηρητικούς ως "ξενόφερτη".

Για γέλια είναι όλα αυτά, πραγματικά. 

Όπως επίσης για γέλια είναι και τα φαινομενικώς εξ αντιθέτου συμπτώματα μιας ρηχής και άκρως δουλικής "ευρωλατρείας" που θαυμάζει συνήθως στην Ευρώπη ό,τι θα έπρεπε να απορρίπτεται και εκτιμά σε αυτήν μόνο το "ευρωπαϊκό", αλλά όχι το διαιωνίως ελληνικό...

Όμως σε όλο αυτό το χάος η ποίηση τι οφείλει να κάνει; Κατ' αρχάς, όσο ακόμα εμπλέκεται σε ηλίθια διλήμματα "ελληνικότητας" ή μη,  είναι καταδικασμένη να πισωγυρίζει στην δεκαετία του 50, όπως επισημάνθηκε και άνω. Και  "θα τρώμε στη μάπα" (για να το πούμε κάπως λαϊστί ή χυδαϊστί)  για μια ακόμα εκατονταετία τουλάχιστον, τις "αμμουδιές", τις "θαλασσίτσες",  τα "σοκάκια", τα "εκκλησάκια" και το "ζαχαροπλαστείο του θανάση στη γειτονιά" και Κύριος οίδε τι άλλο ακόμα μας επιφυλάσσει η ποιητική παρελθοντομανία και γεροντολαγνεία αυτής της χώρας.

Αν δεν γίνει κατανοητό, σε κάθε περίπτωση, πως η έννοια "ποιητής" (όπως και η ποίηση) από την φύση της είναι ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ, χωρίς δεσμεύσεις και υποχρεώσεις ρηχών και επιπλάστων εντοπιοτήτων, και  περαιτέρω,  πως η ποίηση όχι μόνον δεν είναι, δεν οφείλει να είναι αλλά και δεν θα μπορούσε από την ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΦΥΣΗ ΤΗΣ να είναι ούτε "ελληνική" ούτε "ευρωπαϊκή" ούτε "κογκολέζικη", τότε θα έχουμε σε αυτή τη χώρα πολύ μέτρια πνευματική παραγωγή μεν, αλλά σίγουρα δε αρκετά ισχυρή την τάση για αλληλοφαγωμάρες των ποιητών και των "ποιητών" μεταξύ τους.  
Αν και, σε αυτή την τελευταία προοπτική της "αλληλοφαγωμάρας" (με τους γνωστικούς να την παρακολουθούν από μακριά...)  κρύβεται και ένα καλό.
Καιρός να καθαρίσει το τοπίο κάποτε και να φανεί νέο αίμα στην ελληνική ποίηση  με ένα σχετικά ακόπιαστο και ανέξοδο τρόπο χάρις στην πρόθυμη συνδρομή των χρονίως και αταιριάστως εμπλεκομένων και ακαίρως ενδιαφερομένων. 
 

Monday, October 28, 2013

IZOD IndyCar Series 2013: H Υψηλή Ποιότητα του Aμερικάνικου Racing




Με τον θεαματικότατο αγώνα στο oval της Fontana στην California  όπου οι ταχύτητες των μονοθεσίων φθάνουν τα 360 - 370 χλμ. την ώρα, έκλεισε το φετινό πρωτάθλημα των IndyCars. Προς μεγάλη ευχαρίστηση των οπαδών του Chip Ganassi Racing Team (στους οποίους συγκαταλέγεται και ο γράφων), το πρωτάθλημα το πήρε ο Νεοζηλανδός Scott Dixon, τρίτη φορά στην αγωνιστική καρριέρα του, μετά τα έτη 2003 και 2008.
 
Μερικές σκέψεις όσον αφορά το IndyCar Racing μετά τον αγώνα στην Fontana :
 
Κατά γενική ομολογία η φετινή χρονιά υπήρξε μια από τις καλύτερες για το αμερικάνικο open-wheel racing, με πολύ υψηλής ποιότητας races τόσο σε street courses όσο  σε road και oval circuits.
Είδαμε εξαιρετικά races στους δρόμους του Long Beach στην California, του São Paulo στην Βραζιλία , του Toronto στον Καναδά, του Houston στο Texas, ακόμα  στα oval του Milwaukee, του Indianapolis (στον ιστορικό αγώνα του Indy 500), του Texas Motor Speedway και της Fontana, καθώς  και στα road courses του Mid-Ohio και του Barber Motorsports Park, με τους υπόλοιπους αγώνες να τελούνται και αυτοί σε αρκετά υψηλό επίπεδο.
Ο ανταγωνισμός σε teams και drivers υπήρξε έντονος και με αρκετές απαιτήσεις σε ένα πρωτάθλημα που ολοένα και ακμάζει χρόνο με τον χρόνο περισσότερο.
Προσωπικά πιστεύω ότι υπάρχουν περιθώρια για τεράστια ανάπτυξη των IndyCars μιας και ο θεσμός τα τελευταία χρόνια είναι πολύ προσοδοφόρος από οικονομική άποψη και το μόνο που χρειάζεται είναι μια προσεχτική διαχείριση και οι σωστές επιλογές και επενδύσεις, ούτως ώστε να μην υπάρξουν ποτέ έστω και ως ελάχιστο ενδεχόμενο τα παρατράγουδα που οδήγησαν κάποτε το καλύτερο πρωτάθλημα μονοθεσίων σε όλο το κόσμο, το θρυλικό C.A.R.T. με βάση την αμερικάνικη ήπειρο ("the fastest racing on earth" δικαίως επονομαζόμενο) και τα ChampCars σε χρεοκοπία. 
Σίγουρα εδώ τα πράγματα είναι αρκετά διαφορετικά από το CART, ωστόσο και με αρκετές συγγένειες και ομοιότητες, μιας και οι περισσότεροι οδηγοί και teams από τα ChampCars μεταπήδησαν στο πρωτάθλημα του Indy Racing League.
 
Αυτό που κατά την γνώμη μου θα πρέπει να υπάρξει στο Indy Racing από εδώ και εμπρός, είναι μια μεγαλύτερη "διεθνοποίηση" του πρωταθλήματος, μιας και η εμβέλεια του δεν ξεπερνά την αμερικάνικη ήπειρο (παρά τους αγώνες κάποτε σε Ευρώπη και Ασία, όπως στο Brands Hatch της Βρεττανίας και στο Twin-Ring Motegi της Ιαπωνίας). 
Οι εξαγγελίες της διοικούσης αρχής του Indy Racing League πέρυσι για αγώνες σε Κορέα ή Χαβάη, δεν συνεχίστηκαν δυστυχώς και από ανάλογες πράξεις. Όπως και να έχει ελπίζουμε στο μέλλον για ένα και δύο races σε Ευρώπη και σε Ασία  αντίστοιχα. Δεν έχει νόημα να υπάρχουν στο αγωνιστικό πρόγραμμα τόσα street races (καίτοι αγαπούμε υπερβολικά το street racing) την στιγμή που εκκρεμούν τα παραπάνω. Επίσης λείπει απελπιστικά και το race στην Αυστραλία (όπως στο πανέμορφο street course του Surfer's Paradise).
Προσωπικά πιστεύω ότι είτε η Βαλτιμόρη είτε η Sonoma μπορούν άνετα να λείψουν από το πρόγραμμα των αγώνων, ενώ ενδοιασμούς έχω και για τα races στο Belle Isle Park του Detroit καίτοι αγώνας στην συγκεκριμένη περιοχή πρέπει οπωσδήποτε να γίνεται για πολλούς και διάφορους ιστορικούς κυρίως λόγους (αλήθεια, δεν θα ήταν προτιμώτερο το υπέροχο oval του Michigan; ).
Επίσης, η ισχύς των κινητήρων σαφώς πρέπει να ξεπεράσει τους 700 ίππους, με τα καινούργια twin-turbocharged engines του 2014 και αυτό είναι πολύ κρίσιμο, γιατί μιλάμε για μονοθέσια. Δεν νοείται μονοθέσιο αυτής της κατηγορίας σήμερα με HP κάτω των 700-750, έστω και αν αυτό δεν είναι καθοριστικό για τα oval circuits όπου οι ταχύτητες έτσι κι αλλιώς φθάνουν πολύ ψηλά ή για τα street courses όπου οι ταχύτητες συγκριτικά είναι χαμηλότερες.

Σε κάθε περίπτωση τα IndyCars διαγράφουν την δική τους λαμπρή πορεία στην μεγαλειώδη ιστορία του αμερικάνικου μηχανοκίνητου αθλητισμού προσφέροντας το πιο ανταγωνιστικό, μαχητικό και με έντονες συγκινήσεις πρωτάθλημα μονοθεσίων στο κόσμο.

Από εκεί και πέρα μένουν οι κατάλληλες κινήσεις και ένα καλώς εννοούμενο επιχειρηματικό πνεύμα ώστε να κρατηθεί το πρωτάθλημα ακμαίο για πολλά, πάρα πολλά χρόνια, πράγμα βέβαια που το ευχόμαστε ολόψυχα. 

Στο βίντεο που παρατίθεται άνω μπορείτε να παρακολουθήσετε σημαντικά στιγμιότυπα από το race στο oval της Fontana στην California, ενώ στο βίντεο που παρατίθεται κατωτέρω ολόκληρο το race .
 



Saturday, October 12, 2013

Η ΦΩΤΕΙΝΗ ΑΝΤΕΠΙΘΕΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ




Αν και ο Ελύτης δεν είναι της πλήρους αρεσκείας μου, ει μη μόνον μιας σχετικής τέτοιας, εν τούτοις είπε κάποτε κάτι με το οποίο θα συμφωνούσα απόλυτα. Συνοψίζοντας και αποστάζοντας την ουσία των λόγων του, όταν του απονεμήθηκε το Βραβείο Νόμπελ (η γνωστή αυτή φάρσα που στοιχειώνει το συνειδητό και ασυνείδητο των απανταχού ψοφοδεών και δουλοπρεπών αναγνωστών και  όσων κυμαίνονται κυρίως παρά την ποίηση, χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει πως οι κατά καιρούς βραβευθέντες στερούνται μιας υπαρκτής, μικρότερης ή μεγαλύτερης, αξίας), θα μπορούσαμε να πούμε πως πραγματική πρόκληση για την ποίηση δεν είναι να εκφράζει το "σκοτάδι", την "άρνηση", την "θλίψη", το "Κακό" κλπ. αλλά το Φως. Ή άλλως, μια θετική προοπτική για τον άνθρωπο
Το να εκφράζεις την "μαύρη" όψη των πραγμάτων χωρίς μια θετική αντιπροσφορά, είναι πάντοτε ο εύκολος δρόμος στην ποίηση, και αυτό ο Ελύτης, αν μη τι άλλο, φαίνεται πως το είχε αντιληφθεί καλώς.

Ιδιαίτερα σήμερα, που η ανθρωπότητα βιώνει μυστήριες και απειλητικές ημέρες, η ποίηση περισσότερο παρά ποτέ πρέπει να αντισταθμίζει το έλλειμμα φωτός στην παγκόσμια κατάσταση και προοπτική και να αντεπιτίθεται με γραφή φωτός.
Δεν έχει νόημα οι ποιητές να ανακυκλώνουν για εκατομμυριοστή φορά τις πίκρες τους, την μαυρίλα τους, τα αχ και τα βαχ τους από την προσωπική κυρίως ζωή τους.  Νόημα έχει μόνον ό,τι δημιουργεί έναν καινούργιο κόσμο.  
Όσα αχ και βαχ και αν συνάξεις σε στίχους, επιφώνημα δυστυχώς δεν παράγεται. Και όση μαυρίλα και αν αποθηκεύσεις, σκοτεινή όψη των πραγμάτων δεν διεκφαίνεται, ει μη μόνον μια μιζέρια.
Και έτι περισσότερο αδιέξοδον είναι να καταφεύγουν συνεχώς πολλοί εκ των ενδιαφερομένων σε μια καταταλαίπωρη "μικρή φόρμα", επειδή πολύ απλά βαριούνται να γράψουν  ή δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν στις απαιτήσεις και τις δυσκολίες (που είναι όντως πολλές) της μεγάλης φόρμας, η οποία άλλωστε, και για να πούμε την αλήθεια, είναι συνώνυμη της ποιητικής γραφής. 
Πράγματι, και πέραν πάσης αμφιβολίας, η  ποίηση, ιστορικά, αισθητικά και ρεαλιστικά, είναι συνώνυμη της μεγάλης ή τουλάχιστον μιας μεγαλύτερης συγκριτικά φόρμας.

Να δημιουργεί έναν καινούργιο κόσμο, είπαμε.  Αυτό η ποίηση μπορεί να το κάνει. Μπορεί δηλαδή να προσφέρει μιαν, αν μη τι άλλο, ποιητική "μακέτα" κόσμου, να διευρύνει συνειδήσεις, να επιφέρει φως και φως και φως στις ζωές των ανθρώπων, όσο περιορισμένη και αν είναι η εμβέλειά της και όσο και αν η αναγνωστική απήχησή της είναι ολίγη ή ελαχίστη.
Άλλωστε η ποίηση πάντοτε ήταν μια αριστοκρατική τέχνη, απευθυνόταν στους ολίγους, τους αρίστους (έστω και αν την γράφουν σήμερα οι χείριστοι) και για να αντιληφθεί αυτή την αριστοκρατικότητα της ποίησης κάποιος θα πρέπει να είναι αρκούντως δημοκράτης στην σκέψη του. Ειδάλλως, δεν θα έχουμε τίποτε περισσότερο από το παλιοκαιρισμένο ή παλαιομοδίτικο πρότυπο του "μη μου άπτου εστέτ" που στην σημερινή εποχή κυμαίνεται από το ατελέσφορο έως και το γελοίο.

Σίγουρα τα πράγματα δεν είναι εδώ "είτε-είτε". Ασφαλώς η ποίηση είναι και σκοτάδι και φως μαζί. Ασφαλέστερα δε, θα πρέπει να καταδεικνύεται στο ποιητικό σώμα γραφής πάντοτε η σκοτεινή διαδρομή απ' όπου εξάγεται το φως. Και έχει σημασία για ποιο φως ομιλούμε. Ένα φως ουσίας, όχι ένα εύκολο "φως". 
Υπάρχει φως και "φως". 
Για να το πω αλλιώς, δεν θα ήτανε το δεδομένo και ετοιμοπαράδοτο αιγαιοπελαγίτικο φως του Ελύτη που θα νοσταλγούσα ποτέ στην παγκόσμια ποιητική θέα, αλλά το εσώτερο, ψυχικό και μαζί κοσμολογικό φως του Dante Alighieri.

Σε κάθε περίπτωση  η "σκοτεινή" πλευρά των πραγμάτων θα πρέπει να εμμένει στην ποίηση, μιας και η γραφή όπως και η ζωή, δεν είναι, παρά ενότητα αντιθέτων.
Αλλά ζητούμενο κάθε φορά είναι το ΠΟΙΟ "αντίθετο" ακριβώς υπερισχύει· η μαυρίλα ή το φως, το Κακό ή το Καλό, ο θάνατος ή η Ζωή. 
Η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι κάτι όπως αυτο:
Licht, mehr Licht ! (φως, περισσότερο φως!), όπως λέγεται ότι ανεφώνησε ο Goethe, κατά την στιγμή του θανάτου του. Όμως ο Goethe ήταν πραγματικός ποιητής και δεν μπορούσε παρά να είναι με την πλευρά του Φωτός.

Και όταν αντιληφθούν κάποτε οι ενδιαφερόμενοι πως η ποίηση δεν υπάρχει για να "εκφραζόμαστε" αλλά για να εκφράζουμε, τότε ένα σημαντικό βήμα προς την σωστή κατεύθυνση θα έχει γίνει.


Monday, October 7, 2013

EDGAR BAINTON: Symphony No.3 In C Minor (1956)




Μια απίστευτης ελεγειακής ομορφιάς συμφωνία, τυπική της  βρεττανικής υστερο-ρομαντικής σχολής από τον πολύ σημαντικό συνθέτη Edgar Bainton (1880 - 1956).
Ο Bainton έγραψε χρυσές σελίδες στην ιστορία της βρεττανικής μουσικής, τόσο με τις τρεις συμφωνίες του (τέσσερεις για την ακρίβεια αν συνυπολογίσουμε και την μη αριθμημένη "Symphony In B-flat "A Fantasy of Life and Progress, Op.5") όσο και με τα υπόλοιπα ορχηστρικά και χορωδιακά έργα του.
Η ζωή του συνθέτη υπήρξε σε πολλά αρκετά ασυνήθιστη, αν σκεφθεί κανείς για παράδειγμα πως έμεινε καθ' όλην την διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου κρατούμενος σε ειδικό στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Γερμανία, αφ' όταν  κατά το καλοκαίρι  του 1914 επισκέφθηκε το Bayreuth για μια βαγκνερική παράσταση και συνελήφθη επειδή ήταν  Βρεττανός υπήκοος.
Το 1934 μετανάστευσε στην Αυστραλία όπου και διεδραμάτισε  σημαντικό ρόλο στην κλασσική μουσική σκηνή της χώρας ως συνθέτης και  ως μαέστρος, μα και κυρίως ως ένας κατά κάποιον τρόπο εισηγητής τόσο προς το ειδικό όσο και προς το ευρύτερο κοινό, μερικών από τα πιο έξοχα έργα του αγγλικού ρομαντισμού στην κλασσική μουσική.
Η Τρίτη Συμφωνία του, έργο του 1956 είναι ένα αριστούργημα ύφους, με την γνωστή  λυρική και ηχητικά αναπαραστατική αίσθηση της φύσης, με κατά τόπους έντονα επικά ξέσπάσματα και βέβαια με όλη την  "αφηγηματικότητα" και εν γένει λογοτεχνικότητα της βρεττανικής μουσικής.
Την BBC Concert Orchestra διευθύνει ο Vernon Handley .